Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

επιστημονικού ιδρύματος

  • 1 лаборант

    лаборант м, \лаборантка ж о, η βοηθός ( επιστημονικού ιδρύματος)
    * * *
    м; ж - лаборантка
    ο βοηθός(επιστημονικού ιδρύματος)

    Русско-греческий словарь > лаборант

  • 2 лаборантка

    ж; м - лаборант
    η βοηθός (επιστημονικού ιδρύματος)

    Русско-греческий словарь > лаборантка

  • 3 ученый

    учен||ый
    1. прил (о человеке) πολυμαθἡς, σοφός, ἐπιστήμονας [-ων], πεπαιδευμένος·
    2. прил (относящийся к науке) ἐπιστημονικός:
    \ученыйый совет ἡ σύγκλητος, τό συμβούλιο καθηγητών \ученыйое общество ὁ ἐπιστημονικός σύλλογος· \ученыйая степень ὁ ἐπιστημονικός βαθμός· \ученыйое звание ὁ ἐπιστημονικός τίτλος· \ученыйые записки τά πεπραγμένα (или τά πρακτικά) ἐπιστημονικοῦ ιδρύματος·
    3. прил (дрессированный) ἐξασκημένος, (ἐκ)γυμνασμέ- νος·
    4. м ὁ ἐπιστήμονας [-ων], ὁ σοφός:
    известный \ученыйый ὁ διάσημος ἐπιστήμονας.

    Русско-новогреческий словарь > ученый

  • 4 лаборант

    α.
    -ка, -и θ.
    1. συνεργάτης επιστημονικού ιδρύματος.
    2. βοηθός ερευνητή, επιστήμονα.

    Большой русско-греческий словарь > лаборант

  • 5 секретарь

    α. -рша, -и θ.
    1. ο, η γραμματέας, γραμματικός•

    личный секретарь ο ιδιαίτερος γραμματέας.

    || πρακτ ικογράφος•

    секретарь суда πρακτ ικογράφος του δικαστηρίου.

    2. εκλεγμένος καθοδηγητής•

    секретарь партийного бюро γραμματέας του κομματικού γραφείου.

    3. ο επικεφαλής•

    редакции газеты ο αρχισυντάκτης της εφημερίδας.

    εκφρ.
    государственный секретарь – υπουργός των εξωτερικών των ΗΠΑ•
    учёный секретарь – γραμματέας επιστημονικού ιδρύματος.

    Большой русско-греческий словарь > секретарь

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • θρησκεία — Έννοια η οποία αναφέρεται σε μια σειρά αφενός νοητικών στοιχείων (δοξασιών), που σχετίζονται με την πίστη στο θείο και προϋποθέτουν αυθόρμητη αποδοχή, δηλαδή δεν είναι θεωρητικής ή επιστημονικής τάξης, αφετέρου σε μια σειρά θεσμών και πρακτικών… …   Dictionary of Greek

  • επετηρίδα — η 1. γιορτή που γίνεται κατά την επέτειο ενός γεγονότος 2. ετήσια έκδοση ιδρύματος, επιστημονικού συλλόγου ή δημόσιας υπηρεσίας με πληροφορίες για το προηγούμενο έτος ή επιστημονικές εργασίες 3. ονομαστικός κατάλογος κατά τη σειρά αρχαιότητας τού …   Dictionary of Greek

  • χρονικό — το / χρονικόν, ΝΜΑ αφήγηση, απλώς, ιστορικών γεγονότων με χρονολογική σειρά νεοελλ. 1. (στη δημοσιογρ.) σύντομο σχολιασμένο ρεπορτάζ για γεγονότα τής επικαιρότητας («το χρονικό τής ημέρας») 2. στον πληθ. τα χρονικά περιοδική έκδοση εκπαιδευτικού …   Dictionary of Greek

  • Μοντάλε, Εουτζένιο — (Eugenio Montale, 1896 – 1981). Ιταλός ποιητής. Διετέλεσε διευθυντής του επιστημονικού και λογοτεχνικού Ιδρύματος Βιεσέ της Φλωρεντίας (1929 39) και από το 1949 αρχισυντάκτης της Corriere della Sera, όπου ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη λογοτεχνική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»